- κλινάρι
- το (AM κλινάριον, Μ και κλινάρι[ν]) [κλίνη]μικρή κλίνη, κρεβατάκι («τὰ κλινάρια τά ἐνδιδόντα» — τα κρεβατάκια που υποχωρούν στο βάρος, Θεόφρ.)νεοελλ.-μσν.(χωρίς υποκορ. σημ.) κλίνη, κρεβάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυρτιά — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 651 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πεδιάδας του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νίκου Καζαντζάκη. 2. Οικισμός (24 κάτ.) του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek